-
1 σκύλαξ
A young dog, puppy, Od.9.289, 12.86, Hes.Th. 834;κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα Od.20.14
; in full,σ. κυνός Hdt.3.32
: generally, dog, masc. in Pl.R. 375a, 537a; fem. in Sophr. in Stud.Ital.10.123, E.Ba. 338, Pl.Prm. 128c, X.Cyn.7.6; ᾅδου τρίκρανος ς., of Cerberus, S.Tr. 1098.2 of other young animals, whelp, cub,ὀρεσκόων σκυλάκων πελαγίων τε E.Hipp. 1276
(lyr.);ἄρκτου Luc.DMar.1.5
; ; of a dolphin, Arion 1.8: metaph., of grammarians, Ζηνοδότου σκύλακες whelps of his litter, AP11.321 (Phil.).III σχῆμα ἀφροδισιακόν, Hsch.
См. также в других словарях:
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek